περιληπτικός

περιληπτικός
η , ό[ν]
1) конспективный, краткий, сжатый;

περιληπτική έκθεση των γεγονότων — краткое изложение событий;

2) насыщенный; содержательный;
3) грам, собирательный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "περιληπτικός" в других словарях:

  • περιληπτικός — that may be taken hold of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικός — ή, ό / περιληπτικός, ή, ον, ΝΑ [περιλαμβάνω] 1. αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει μέσα του πολλά σε σχέση με την μορφή του 2. φρ. «περιληπτικό όνομα» γραμμ. το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει πλήθος τών… …   Dictionary of Greek

  • περιληπτικός — ή, ό 1. σύντομος, περιεκτικός, βραχυλογικός: Περιληπτική απόδοση του περιεχομένου ενός έργου. 2. (γραμμ.), όνομα σε ενικό αριθμό πού δηλώνει πολλά ομοειδή πράγματα: Λαός, κοπάδι, αγέλη, σειρά, οπωρώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιληπτικά — περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc pl περιληπτικά̱ , περιληπτικός that may be taken hold of fem nom/voc/acc dual περιληπτικά̱ , περιληπτικός that may be taken hold of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικώτερον — περιληπτικός that may be taken hold of adverbial comp περιληπτικός that may be taken hold of masc acc comp sg περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικωτάτων — περιληπτικός that may be taken hold of fem gen superl pl περιληπτικός that may be taken hold of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικωτέρων — περιληπτικός that may be taken hold of fem gen comp pl περιληπτικός that may be taken hold of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικόν — περιληπτικός that may be taken hold of masc acc sg περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικώτατα — περιληπτικός that may be taken hold of adverbial superl περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικώτατον — περιληπτικός that may be taken hold of masc acc superl sg περιληπτικός that may be taken hold of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιληπτικαῖς — περιληπτικός that may be taken hold of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»